Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2023


 

 

               


 



 

      ΝΙΚΟΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ

 

 

Πνοές Λόγου & Τέχνης


 


 


               

                 

 

 

 

 

  ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 



        ΑΠΛΑ ΚΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ!

 

 

Έχω το δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ

για όλους τους πολέμους

που έσκαψαν τη γη και σακάτεψαν την ελπίδα

πυρ και αίμα μάραναν το δέντρο της αγάπης

 

Έχω το δικαίωμα να μιλήσω για όλα τα μίση

που γκρέμισαν το άβατο κάθε ψυχής

στις παρυφές του χάους οδήγησαν τα πλήθη

 

Έχω το δικαίωμα να αφουγκραστώ

τον παλμό της δικαιοσύνης

ανάμεσα στα κατακαμένα πέπλα

τόσων ονείρων

ο δίκαιος από τον εν αδίκω

και την πλάνη του κατέρρευσε

 

Έχω το δικαίωμα να εκφράσω

το θυμό των συνανθρώπων μου

τη χαμένη υπόληψή τους

την αδικία που τους συγκλόνισε

 

στα πεδία των μαχών κτίστηκε

το όραμα της ματαιότητας

φλόγες ασταμάτητα έκαιγαν

       το πορφυρό κυπαρίσσι της καρδιάς

 

Έχω το δικαίωμα να απλώσω

τον σπόρο της ειρήνης στον κόσμο

και μέσα από την πυρφόρα καρδιά του έρωτα

να δω να φεγγοβολούν τα δώρα της δημιουργίας

 να ανασταίνεται το παιδικό χαμόγελο στα χείλη

 

 Έτσι απλά κι ανθρώπινα!

 

 

 

 

 

 

 

 

 


           ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΠΟΙΗΣΗ

 

Είπα να βαδίσω στη γη

να μην πετάξω στους αιθέρες

Γιατί η ποίηση δεν αλλάζει τον άνθρωπο

Χαίρεται ή πονάει μαζί του

Μετουσιώνει στ’ άπειρο

τον αόρατο κόσμο των ελπίδων του

Βρίσκει μια πηγή να δροσιστεί

μια όχθη να ξαποστάσει

έναν δρόμο ν’ αφυπνιστεί

 

Παίρνει από τον ήλιο το φως

την αρμύρα από τη θάλασσα

Παίρνει τη θλίψη απ’ τις καρδιές

και δίνει έναν ευδόκιμο χρόνο

στην παλίρροια της ζωής του

Φέρνει ρίγη καρτερίας

και ξαναζωντανεύει

τελετουργώντας

το ημιθανές χαμόγελο

των ονείρων του.

 


 

                    ΔΙΨΩΝΤΑΣ

 

Πάντα θα μας ακολουθεί η θλίψη

όλων των πολέμων

Το αίμα που κύλησε πάνω στο χώμα

και το χώνεψε αδιαμαρτύρητα (;) η μάνα γη

Η ραγισμένη καρδιά των παιδιών

θα μας βαραίνει

Μπορεί να μεγάλωσαν

ν’ ανάθρεψαν τα δικά τους παιδιά

και ν’ άφησαν τον μάταιο αυτό κόσμο

σκεπασμένα ωστόσο από ένα βουνό αγριότητας

αγέλαστα και ταλαιπωρημένα

από την πείνα

διψώντας για αγάπη και ευτυχία

Δεν υπάρχουν πόλεμοι σωτηρίας

γιατί τα όπλα δεν δαμάζουν την ψυχή

Αφηνιασμένα τ’ άλογα του πόνου

ποδοπατούν κάθε ικμάδα για ζωή.

 

 

            ΕΧΩ… ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ…

 

 

Στην προσφυγιά του κόσμου

 

Έχω ένα όνομα

Έχω μια πατρίδα

Μια κατοικία

να συλλέξω τα όνειρά μου

 

Έχω μια παιδική χαρά

να παίξουν τα παιδιά μου

Ένα πάρκο να περπατήσω ή να τρέξω

Μια πλατεία να βροντοφωνάξω

για τα δικαιώματά μου

 

Έχω ένα πεζοδρόμιο

για να βγάλω βόλτα τον σκύλο μου

και να χαιρετίσω τους περαστικούς

Έναν κήπο να φροντίσω

τα τριαντάφυλλα και τα δέντρα μου

Μια πλαγιά ν’ αναρριχηθώ

και να φτάσω στην κορφή της ελευθερίας

 

Έχω μι’ αμμουδιά για να σχεδιάσω

το σχήμα της καρδιάς

και πάνω σ’ αυτήν να μαγέψω

τον έρωτα

Μια θάλασσα

για να με ραπίσει το κύμα της

και να μαζέψω κοχύλια του βυθού της.

 

Έχω ελπίδα

και πόθους σαν ξημερώνει

και τ’ απόβραδο

κάποιους να μου παραστέκουν

και πολλούς άλλους

ν’ ακούνε τα λόγια μου

να με επευφημούν ή να με σχολιάζουν

 

Οι διαδρομές μου αρχίζουν

και τελειώνουν στους φωτεινούς δρόμους

 

Πόσοι όμως τα έχουν όλα αυτά

ή πόσοι δεν τα έχουν όλα αυτά;

 

Πόσοι άφησαν πίσω τους

τα σπίτια τους στη φωτιά

τα όνειρά τους έρημα

κι εγκαταλειμμένα

στο φευγιό τους;

 

Πόσοι είδαν την καφτερή γλώσσα

της θάλασσας να εξαϋλώνει τα παιδιά τους

κι εκείνοι δίχως εξιλέωση

 ν’ ασπάζονται τον δράκο του εξευτελισμού;

 

Όλα όσα έσπειραν να τους ματώνουν

όλα όσα πόθησαν να τους ποδοπατάνε…

 

Πόσοι σηκώνουν στην πλάτη τους

τον σπινθήρα του φόβου

την κοφτερή ρίζα του πόνου

που ξεραίνει το δέντρο της ζωής τους;

 

Καταδιωκόμενοι και περιπλανώμενοι

με αιώνιο παράπονο,

δεν έχουν αυτά που έχω!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΙΔΕΑ

 

 

Όλοι έχουν μια πολύτιμη ιδέα

Κάποιοι έχουν την ελευθερία

να την υπερασπιστούν

Κάποιοι άλλοι θα πέσουν μαχόμενοι

για να τη διεκδικήσουν

Πίσω από την ιδέα είναι το πνεύμα

το πανανθρώπινο φως

που έλκει τη μαγεία του σύμπαντος

Στο βάθος είναι η εστία του χρόνου

τ’ αληθινό και οι παραλλαγές του

που για χάρη του αιώνες τώρα

ξεφυλλίζουν σελίδες της ζωής

Την ύπαρξη όλων των πεπραγμένων

και μεγάλων ιστορικών αναδρομών

που καθορίζουν το γίγνεσθαι των ανθρώπων

 

Όλα όσα σκόρπισαν ζωή ή θέρισαν θάνατο

Μια ικεσία που ξετυλίγεται

με παράλληλους οικτιρμούς

ή αναπτερώνεται μ’ ελπίδα

και παιδικά χαμόγελα.

Την ανάσα της οικουμένης που γεννά

την παγκόσμια ιδέα.

 

               ΧΡΕΟΣ

 

 

Η πατρίδα σε καλεί

μην αμελήσεις

 

 

πώς θα υψωθούν οι πύργοι

πώς θα φτιαχτούν παλάτια

δρόμοι δίχως τέλος

 

 

στης καρδιάς σου το μετερίζι

στο επικίνδυνο διάβα σου

αποκαλύπτονται

οι πληγές του πολέμου.

 


ΑΝΤΙΠΟΔΑΣ

 

 

Βάλε στον αντίποδα του σκότους το φως

Βάλε στον αντίποδα του μίσους την αγάπη

Βάλε στον αντίποδα της σκλαβιάς την ελευθερία

Βάλε στον αντίποδα της θλίψης τη χαρά

Βάλε στον αντίποδα της τρικυμίας τη γαλήνη

Βάλε στον αντίποδα του μαρασμού την αναγέννηση

Βάλε στον αντίποδα του πολέμου την ειρήνη

Βάλε στον αντίποδα της αδικίας το δίκαιο

Βάλε στον αντίποδα της ασχήμιας την ομορφιά

Βάλε στον αντίποδα για όσα πονάνε

όλα όσα ομορφαίνουν τη ζωή

Ακόμα κι αν ολοσχερώς τ’ αντιστρέψεις

πάντα θα υπάρχει αυτό το άυλο χώρισμα

που μεγεθύνεται στο πέρασμα του χρόνου

και καθορίζει την ιστορία της Γης.

 

 


 

 

                ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ

 

 

Ψηλά στο βουνό

ο αντάρτης κάποτε

σήκωσε ρομφαία και σημαία

λευτερώνοντας στον ουρανό

τη φλόγα του

Έσπρωξε με ορμή τη σκλαβιά

να γκρεμιστεί και ν’ αφανιστεί

στο χείμαρρο των ιδεών του

Πανανθρώπινος ο πόθος του

ροβόλησε μέσα από μύριες σκιές

κι έχτισε έναν βωμό αγάπης

ίσο με τ’ ανάστημα της σκέψης του

Εκατομμύρια διαβατάρικα πουλιά έκτοτε

μετέφεραν ώς τα πέρατα της γης

τ’ άγιο μήνυμά του!

 

 

 

 

 

 

 

 

 




     ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ

 

 

Να πάρουμε πίσω τη γη

Η αδικία να γίνει γαρίφαλο

Ο πόλεμος τριαντάφυλλο

 

Να πάρουμε πίσω τη γη

Το μίσος να γίνει νυχτολούλουδο

να μας μεθά με τ’ άρωμά του

Η εκδίκηση γιασεμί

με κατάλευκα φτερά

 

Να πάρουμε πίσω τη γη

Η ειρήνη να κυριαρχήσει

Η δικαιοσύνη να μιλήσει

Η ομορφιά απέραντος κήπος

ν’ απλωθεί σαν γιγάντιο κύμα

 

Να πάρουμε πίσω τη γη

Να ξανανοίξουμε τους δρόμους

Τα δάση να χαμογελούν

ώς τα πέρατα της οικουμένης

με κλωνάρια πόθου

οι δεντροκορφές να σμίξουν

με τ’ αστέρια του έρωτα

 

 

Να πάρουμε πίσω τη γη

και το φεγγάρι να της γνέφει

ερωτικά, αστραποβολώντας

κάτω από τις πατρικές φτερούγες

τ’ ουρανού

 

προσμένοντας κείνη την ημέρα

που η θάλασσα θα ξεβράζει

σ’ όλα τ’ ακρογιάλια

ανθούς αγάπης κι ευτυχίας

Διασώνοντας την αξιοπρέπεια

και τα όνειρα των ανθρώπων.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 

ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΙΩΝΙΟ

 

 

Στο σύννεφο γεννήθηκε ο άνθρωπος

και τα πόδια του έφτασαν στη γη

Από τότε βαδίζει με το κεφάλι του

στον αιθέρα

Ψηλός κι αιθεροβάμων

κτίζει πόλεις

χαράζει οδούς

θεσπίζει νόμους

Θεμελιώνει

κόσμους πνευματικούς

Τραγουδάει, ερωτεύεται

δημιουργεί

Ανασαίνοντας μες στο σύννεφο

πατώντας στα κύματα

Προχωρώντας μπροστά

ανεβαίνοντας

στις σκάλες τ’ ουρανού

δοκιμάζοντας

τη δύναμη της φωτιάς και του ερέβους

καθώς εξέρχεται

από τις πύλες του σύμπαντος

Τόσο κοντά τ’ αστέρια

τον λούζουν φως

Τον αγγίζουν με τρυφερότητα

όπως ανασαίνει

κι εισπνέει δυνατά

τ’ απόκοσμο άρωμά τους

Με τόσο ύψος ο άνθρωπος

γίνεται η γέφυρα

ουρανού και γης

κάθε περπατησιά του

ένα ίχνος γίνεται

με χαραγμένα πάνω του

όσα έπραξε

κι όσα παραμέλησε

μία ανάγλυφη ανάμνηση

προς μίμηση ή αποφυγή

ένα μνημείο αιώνιο

να προσκυνούν ή να πυρπολούν

όλες οι μέλλουσες γενιές.

 

 

 

 

 

 


 

 ΔΙΑΣΤΑΥΡΩΣΕΙΣ

 

 

Τα έθνη κτίζονται

πάνω σ’ απατηλά θεμέλια

προσκυνήστε στον άνεμό τους

αλλά ψηλά το κεφάλι

ποτέ η αλαζονεία τους

να μην σας κατακτήσει

πάνω από τα σπίτια

του αιώνιου πολιτισμού τους

η εφήμερη προσδοκία

και τα ψεύτικα όνειρα

 

περνάμε σε μια άλλη εποχή

στ’ ανάχωμα βρίσκεται η έξοδος

ο μεγάλος δρόμος της ελευθερίας

που πλημμυρίζει

από ιδέες και αντιστάσεις

από λάβαρα και υποσχέσεις

κύματα φωτιάς που σάρωσαν τις πόλεις τους

όσα αστέρια άνοιξαν τις φτερούγες τους

για να δραπετεύσουν

φυλακίστηκαν στα κατάβαθα

της υποκρισίας τους

 

μην αποδράσεις φοβισμένος

στα πελάγη κυριαρχεί ο έρωτας

πίσω από το κάδρο του χρόνου

εστία βρίσκει η ζωή

το χαμόγελο είναι πεπερασμένο

και η θέληση ξοδεύεται

σαν το ναυαγό πάνω του

αρπάζονται οι άνθρωποι

σαν αίνιγμα

σε κάθε γωνία του δρόμου μας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


 ΛΕΠΤΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

ΕΝΟΡΑΣΗΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ

 

 

 

Είσαι ψηλά

Είμαι χαμηλά

Το μπόι σου ακουμπά

τ’ αστέρια

Το δικό μου ύψος

δεν ξεπερνά

τα πόδια σου

Έχεις τον ουρανό

ολόδικό σου

Έχω τις βουνοκορφές

να περπατήσω

Ουράνιος

ή γήινος

ίδιος ο πόθος

Κι ο χρόνος

πιο πάνω

απ’ τ’ αστέρια

Δεν μπορούμε

να τον αγγίξουμε

Δεν μπορούμε

να τον μαγέψουμε

Υποταγμένοι

στο διάβα του

              έχουμε μοίρα κοινή

στη γέννηση

και στον θάνατο

Αδέλφια μόνα

κι εγκαταλελειμμένα

στην αδιαίρετη

κατοικία τους…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΣΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

 

 

Το ένα σύννεφο

σκεπάζει τ’ άλλο

καθώς  ακούγεται

το σινιάλο του πολέμου

Ένα χέρι π’ οδηγεί

στη μάχη

Μια σειρήνα

π’ αντηχεί

συνθλίβοντας

το κέντρο

της καρδιάς μας

Ας στρέψω

το πρόσωπό μου

σ’ όλα τα σημεία

του ορίζοντα

Ανατολή και Δύση

Νότο και Βορρά

Ενώ φτερουγίζουν

οι φλόγες των πολέμων

Πόσα μάτια τρομαγμένα

Λαβύρινθοι σκοτεινοί

με σφαλιστές εξόδους

Τότε παίρνω

μαζί μου

τ’ απαλό άγγιγμα

της ειρήνης

Σαν όνειρο

και πλάθω

απ’ την αρχή

το ηλιοκαμένο σώμα της

Ανοίγω στα βάθη της θάλασσας

μονοπάτια και προορισμούς

Σηκώνω την άγκυρα

της ελπίδας

και της προσμονής

και ταξιδεύω

στο μέλλον.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΘΩΟΤΗΤΑ

 

 

Πέρασμα

στο βουβό όνειρο

των ανθρώπων

Παρασέρνοντας

τα μαραμένα άνθη

των αποχωρισμών

καθηλώνοντας

τις ψηλές λόγχες

της φωτιάς

Συμπληγάδες

που κατακερματίζουν

την άπλα των σκέψεων

και το χαρμόσυνο μειδίαμα

της ψυχής

Όπου αστράφτει

το μίσος

σβήνει το ηλιόφως

Κι οι σκιές

πιο μαύρες

από τα σύννεφα

της καταιγίδας

Μας σκεπάζουν

ολοσχερώς

Ένα πέπλο

που τυλίγει τη γη

και ρημάζει

τα τοπία

Εκείνα που έμοιαζαν

με τ’ ακρογιάλια

των παιδικών μας χρόνων

της αθωότητας

και της αιώνιας ομορφιάς.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           ΤΟΠΟΙ ΙΕΡΟΙ

 

 

 

Ειρήνη

Ελευθερία

Έρωτας

Τρεις λέξεις που κάνουν

το χαμόγελο ν’ ανθίσει

στα χείλη των ανθρώπων

Είναι παιδιά της λάμψης

και του αιθέρα

Κομήτες τ’ αστροφώτιστου

ουρανού

Αναπνέουν και ζουν

στις πολύπαθες καρδιές

Χρωματίζουν

το ουράνιο τόξο

μετά την καταιγίδα

του πολέμου

Είναι οι πέτρες

που στηρίζουν

αστράφτοντας

τους βωμούς της γέννησης

τόπος ιερός

που δοξολογεί στο φως

το κάλλος της φύσης

Είναι οι ασημένιες

όχθες των ποταμών

Τα λαμπερά βότσαλα

που χρυσίζουν στον ήλιο

απλώνοντας

την ένδοξη γαλήνη

στη θάλασσα των ονείρων

Είναι οι διαβάσεις των βουνών

που πάνω τους περνά

η σελήνη

κι απλώνει τη λάμψη της

δοξολογώντας

τον πόθο και τον μόχθο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      ΑΝΑΜΟΝΗ

 

 

Κράτησα το χέρι σου

στον ορυμαγδό

που σκόρπισε

η απληστία των ανθρώπων

Χάιδεψα τα μαλλιά σου

σαν πέπλα που δώρισε

η αγάπη

σ’ όλον τον κόσμο

Σε μέρη ταξιδεμένα

και σε τόπους ανεξερεύνητους

που φύτρωσαν στην καρδιά σου

Σήκωσα το λαιμό σου

για να μην σκίζεται

πάνω στην κοφτερή πέτρα

και βρήκα ένα μέρος σκιερό

για να μην καίγεσαι

από τη φωτιά του μίσους

που επελαύνει

από κάθε άκρη της γης

Της μάνας γης

που με στοργή

δέχεται όλα τα πονεμένα

σώματα

Σβήνοντας τη δίψα τους

με τη μέθεξη

τ’  αγριεμένου

πελάγους

όταν μας κατακλύζει

η αύρα του χρόνου

και συνωμοτεί το σύμπαν

Προσμένοντας

μια νέα ελπιδοφόρα ημέρα

Την ομορφιά

να γίνει κύμα

Τον έρωτα

να γίνει τρικυμία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                        Η ΛΗΘΗ

 

 

               Σήκωσες ποτέ

               το σπαθί

               πάνω στο λαιμό

               ενός άλλου;

Για να δεις τα μάτια του

να γίνονται

βάρκες μπαταρισμένες

λεία

της αχόρταγης θάλασσας;

Ύψωσες το όπλο σου

σημαδεύοντας

την καρδιά ενός άλλου

για ν’ ακούσεις

τον χτύπο της καρδιάς του

που σείεται αφόρητα

καθώς συναντά τον θάνατο;

Όλες οι νίκες και οι ήττες

γεύτηκαν

αυτό το πικρό ποτήρι

Τα έπη βάφτηκαν

με αίμα

κι η παραφροσύνη

σε κάθε μάχη

         στόλισε

με δοξασμένα κλαδιά

όλα τα σώματα των ηρώων

π’ αγαπήθηκαν παράφορα

αλλά ξεχάστηκαν αδίκως

Το κέρδος των πολέμων

δεν αποτιμάται

καθώς η λήθη

είναι άσπλαχνη

και μπήγει τη λόγχη της

αέναα στα βάθη

κάθε δυσβάσταχτου πόνου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ

 

 

 

 

Το τραύμα αυτό

είναι πάνω μου

από ένα μετέωρο

που ’πεσε φλεγόμενο

αιώνες συλλέγοντας

των ανθρώπων την ιστορία

Είναι βαθιά η πληγή

κι εξαπλώνεται

μέρα τη μέρα

Μόνη γιατρειά

ένα βελούδινό σου άγγιγμα

κι ο ανεξάντλητος πόθος σου

να με συνεπαίρνει

καθώς έρχεσαι

από της αθωότητας τα μέρη

Ένα πλάσμα μυθικό

Αιωρούμενο

στο σύμπαν

που ξεσπιτώνει

τη βαναυσότητα

πάνω από τη γη

Ξέρεις καλά

όπου πατάς

τα ίχνη σου γίνονται εικόνες

αδάμαστες στο χρόνο

Μ’ αυτά μαγεύεις

τη δολιότητα της φθοράς

κι όλα τα βλέμματα

π’ αδημονούν

προσπέφτοντας

στην ικεσία σου

Σε κατακτούν

μόνο τα χρώματα

καθώς λικνίζεσαι

με ψιθύρους τ’ ανέμου

άηχες κραυγές

κι αχό ερωτικό

μελωδίας σπάνιας

ενός κόσμου

που ξαναγεννιέται.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

  ΔΙΕΞΟΔΟΣ

 

 

Έλα να πάρεις

όσα  απομεινάρια

ξεβράζει

το πέλαγο του νου

Σκέψεις

π’ ανήγειραν

ένα μαυσωλείο τρόμου

               στη διέλευση των αιώνων

Έλα να πάρεις

το μισό χαμόγελο

στα χείλη των στρατιωτών

που χάρισαν τη νίκη

πριν σφραγίσουν

την ύπαρξή τους παντοτινά

στα φοβερά κιτάπια

της Ιστορίας

Μην προσπερνάς

από τις αετοφωλιές

ένδοξων άλλοτε ημερών

προτού σαλπίσεις

το εμβατήριο της μάχης

Στην πεδιάδα

των επιθέσεων

και των υποχωρήσεων

γράφτηκε ο επίλογος

ανεμίζοντας τις σημαίες

του χρέους

αμέτρητων νεκρών

που γεύτηκαν τη δόξα τους

ενώ έπεφταν γυμνοί στο χάος

Στερημένοι

από λάμψεις χαράς

κι αστραφτερές υποσχέσεις

οι εναπομείναντες

έφτιαχναν διεξόδους τιμής

σ’ έναν σκοτεινό λαβύρινθο

με τους πυρσούς να σβήνουν

σε κάθε βήμα τους

Κι η μόνη διέξοδος

οδηγούσε στην άβυσσο

που στα βάθη της ιερουργούσε

η λήθη και το έρεβος.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                    ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ

 

 

 

Ο παλιός κόσμος

Ο νέος κόσμος

Όσα λάφυρα μοιράστηκαν

Όσα πρόκειται να διανεμηθούν

πάντα θα υπάρχουν κομμάτια

που δεν θα αναλογούν

Όλα έχουν το καρδιοχτύπι

μιας σκιάς

Το μεσουράνημά τους

ίπταται

σε σαθρά θεμέλια

Οι πολύβουες πόλεις

οι ήσυχες ακρογιαλιές

είναι ένα πλέγμα

στη γη που γυρίζει

γύρω από τον εαυτό της

και γύρω από τον ήλιο

Δρομολογημένα ταξίδια

κι εκεί αρχίζει

η αντίσταση

Το βουνό γίνεται άκαμπτο

Η θάλασσα ανταριάζει

Κάθε γωνιά του ορίζοντα

σείεται από τα σεπτά του βάθη

                   Διακλαδίζονται

                   τα σύνορα

κι αφανίζονται

μέσα στη σιωπή

των λαβυρίνθων

Ο παλιός δρόμος

Ο νέος δρόμος

Μία διαδρομή

με υψωμένα λάβαρα

Στάζει το αίμα

από τα πληγωμένα χέρια

Ένα μέτωπο αγανάκτησης

για την επανάκτηση

της ελευθερίας

Όταν τα δίχτυα απλώνουν

τα μαύρα σύννεφα

της εξουσίας

τότε εκεί στροβιλίζεται

η δίνη του φωτός

και κονταροχτυπιέται

με το άτεγκτο χάος.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΟΡΜΗΤΙΚΑ ΝΕΡΑ

 

 

 

 

Κάποιος, κάπου, κάποτε

πρόσταξε οπισθοχώρηση

Θα μπορούσε ν’ αλλάξει

τον ρου της ιστορίας

Μα ήταν ένα ποτάμι

που δεν σκόπευε

να σταματήσει

Ήταν αδύνατο

από τη φύση του

Το ποτάμι αυτό

όφειλε να σπρώχνει

τα ορμητικά του νερά

σ’ ένα καταρράκτη

Σεβόμενο τα χορτάρια

που φύτρωναν

στις όχθες του

για να σβήσει τη δίψα τους

Πίσω, πίσω, φώναζε

και ωρυόταν

Δεν είχε πια όμως τη δύναμη

Το ποτάμι

είχε βρει το δρόμο του

Ένα πλέγμα ιδεών

       κι αποφασιστικότητας

τ’ οδηγούσε

Τόσοι άνθρωποι μαζί…

Ήταν ένα ποτάμι

που παράσερνε μακριά

κάθε απομεινάρι του βυθού του

ώσπου να φτάσει

κάποτε στη θάλασσα

Και να σκορπίσει

στα υψίπεδα των οριζόντων

τ’ όραμά του

τις εκλάμψεις του ήλιου

τις ασημένιες στάλες

της σελήνης

Όλα όσα ονειρεύτηκαν

κυλώντας πάντα

από την άνοιξη του καταρράκτη

και την απεραντοσύνη των ωκεανών

στην αγκαλιά της ελευθερίας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

    ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ

 

 

Μια δρασκελιά

για να βρεθώ

στην αγκαλιά σου

Μετανιωμένος

γιατί δεν σήκωσα

τ’ ανάστημά μου

ν’ αδράξω

το φως της αλήθειας

Να βρω

έναν μίτο για έξοδο

αφήνοντας πίσω

όλες τις σκοτεινές

διακλαδώσεις

που συνεπαίρνουν

τους ανθρώπους

οδηγώντας τους

στην υποταγή

Χαμένος

στα σιωπηλά δωμάτια

του τρόμου

της επίγειας ανοχής

δεν γύρισα

καν να κοιτάξω

                    τα βασανισμένα κορμιά

των συντρόφων μου

που πλάνεψαν

των ισχυρών τα λόγια

και οι άπτερες υποσχέσεις τους

Οι ψυχές τους αφανίζονται

μες στη ροή του χρόνου

και μόνο η άβουλη καρτερία τους

αιωρείται περιπλανώμενη

σηκώνοντας

ένα σύννεφο σκόνης

να κατακλύζει

όνειρα κι ελπίδες

Σε λίγα βήματα λοιπόν

θα τυλιχτώ

με το διάφανο πέπλο

του έρωτά σου

παίρνοντας τη ζωή

ξανά απ’ την αρχή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

      ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ

 

 

 

Ένα φιλί

για να φτάσω

πιο κοντά στη σκέψη σου

Να βρω

τ’ απάνεμο λιμάνι της

και να νιώσω

την εγκαρτέρηση

αλλά και την αδημονία σου

για την ανέφελη αλήθεια

Πόσοι ναοί κτίστηκαν

ερήμην σου

Πόσοι δρόμοι χαράχτηκαν

εν τη απουσία σου

Με την ελπίδα

να προστατέψουν

τα πτερόεντα  πάθη σου

Συνομιλούντες με την ψυχή σου

κι ευτυχήσαντες

στην αστερόεσσα γαλήνη σου

Το παρελθόν και το μέλλον

μια χαρακιά στο σώμα σου

από το ξίφος

που κράτησαν οι ερωτιδείς

           αμυνόμενοι στη φθορά

      για ένα κέρδος

χωρίς αντίκρισμα

για ένα ταξίδι

στα βάθη της ματαιότητας

Μην ξεχνάμε

πως με την τόλμη

γκρεμίστηκαν

ή φτιάχτηκαν γέφυρες

Και πως ένα τραγούδι

αρκεί

σαν ηχήσει

ν’ αγαπηθούμε ξανά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

            ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΨΥΧΗ

 

 

 

Μάρτυρες τ’ αστέρια

για όσα συμβαίνουν

πάνω στη γη

Χιλιετηρίδες

ρίχνουν άπλετο φως

και καταγράφουν

τα πεπραγμένα

της παγκόσμιας ψυχής

Της χιλιοβασανισμένης

από πολέμους, φωτιές

πλημμύρες και πείνα

Η ανθρωπότητα

εξαντλεί τα όριά της

και δοκιμάζεται

Σαν τα κλαριά

που ευδοκιμούν

αλλά βίαια απ΄ τον άνεμο

χάνουν τους καρπούς

Σαν το ποτάμι

που βιάζεται

ν’ αδειάσει στη θάλασσα

τα νερά του

και μετά ξεραίνεται

 

Οι ένδοξοι δρόμοι

κρύβουν αιώνια μυστικά

Χαρτογραφούνται

στο πέρασμα των χρόνων

και γίνονται μνήμη και σκοπός

Αποκαλύπτουν

μέσα από λάμψεις αστρικές

το εγκόσμιο μέλλον

στις ανθρώπινες καρδιές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             ΔΩΡΑ ΘΕΪΚΑ

 

 

Πίσω από την ατσάλινη

πόρτα της αδικίας

φτερούγισε η οργή

σαν σύννεφο μετέωρο

πάνω από τη σκοτεινή χαράδρα

ενός βουνού πανύψηλου

που κρύβεται

στις καρδιές των δέσμιων ενόντων

Δεν υπάρχουν μονοπάτια

προσβάσιμα

να φτάσεις στην κορφή του

Άνεμοι λυσσομανούν

ν’ αποκαλύψουν

πεδιάδες ολόφωτες

και της αλήθειας

τον ιερό τόπο

Μάταια

κάθε προσπάθεια γκρεμίζει

βράχους και προσδοκίες

που εξαϋλώνονται

ζυγίζοντας ένα φορτίο

πρωτόγνωρο

Ξεπερνά το βάρος

        των αστεριών και της σελήνης

Ατίθασοι όρκοι

φεγγοβολούν

στους αποστάτες αστερισμούς

καθώς απλώνουν

τα νεφελώδη πλοκάμια τους

στο στήθος του σύμπαντος

Αλλάζει η τροχιά της γης

αλλά συνεχίζει να περιστρέφεται

ο εφτάψυχος πόνος

Αφήνοντας ακάλυπτη

μια χαραμάδα αναγέννησης

και δημιουργίας

Δώρα θεϊκά στον άνθρωπο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

          ΨΥΧΙΣΜΟΣ

 

 

Κανείς δεν αντιστέκεται

στο πρόσταγμα

της ευτυχίας

Είναι κατά βάθος

η ανθρώπινη ψυχή

ένα λουλούδι

π’ ομορφαίνει όλη την πλάση

Μαραίνεται

στην απέραντη θλίψη

Ξανανθίζει με τη χαρά

Είναι εύθραυστη

σαν τρυφερό κλαδάκι

και λάμπει στην αγάπη

Έτσι γεννιέται ο άνθρωπος

Αθώο το πρώτο βλέμμα του

Αναζητά έν’ απαλό χάδι

Παίζει με τα πέταλα της σελήνης

Παλεύει με τις απορίες του

Καθώς μεγαλώνει

βρίσκει έν’ απάνεμο λιμάνι

αλλά προορισμός του τα κύματα

Ωκεανών ραπίσματα

στον περίπλου της ζωής

Ατίθασος αλυσοδένεται

και υπακούει

στην προσταγή της μοίρας του

Διασχίζει ερήμους

Αναρριχάται

σε κακοτράχαλα βουνά

Δίψα και λιοπύρι

τον υποτάσσουν

Πόθος του αέναος

η ελευθερία

Σπέρνει σπόρους ευτυχίας

θερίζει θλίψη

Τιθασεύει τον δυνατό άνεμο

τον προδίδει η μάνα γη

Η ψυχή του παραδέρνει

στο μαύρο και το άσπρο

Λαβώνεται στο δείλι

κι αναπτερώνεται την αυγή

Ηττάται ή κάποια φορά νικά!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

       ΑΝΟΙΚΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ

 

 

 

Με το ένα πόδι

έξω από τη σκάλα

Ανεβαίνω

στην κλίμακα των ιδεών

Μια λέξη ν’ αρθρώσω

για πράξεις και οράματα

Ο νέος κόσμος παραστέκει

Με μια ανάσα στο μέλλον

Πνοές οδηγούν  

στην ενδοχώρα του

Ισορροπώ

κατακερματισμένος

Στη φοβερή θέα του

αποστρέφω το βλέμμα μου

Ξετυλίγω το κουβάρι

της σκέψης μου και τις σκιές της

Σβήνω τις εικόνες

της ματωμένης ανθρωπότητας

κι αναζητώ

τα όρια ενός παραδείσου

στην επίγεια μορφή του

Ξεκλειδώνω το σεντούκι

των φωλιασμένων επιθυμιών

στ’ άδυτα του νόστου

για έναν επαναπατρισμό

άναρχων

και καταδιωκόμενων

ιδεών

για μία φλόγα που σβήνει

το σκοτάδι της εξουσίας

της απληστίας

του κέρδους

και του ερέβους

Μία λάβα εκτοξευμένη

στα θλιβερά μάτια

της αναλγησίας

Ένας κύκλος ανοικτός

που θριαμβολογεί

μέσα σ’ αυτόν

η ιέρεια της αδελφοσύνης

της εντιμότητας

και του ισομερισμού

Μία λαμπρή ιερουργία

ένδοξης προσμονής

στην ατελεύτητη

πορεία του σύμπαντος.

 

 

 

 

 

 

           ΑΝΑΣΑ ΑΓΑΠΗΣ

 

 

 

Μαζί κλείσαμε το δρόμο

Φράξαμε τις οδούς διαφυγής

για να μην απελευθερωθούν

οι εκκολαπτόμενοι τύραννοι

Εκείνοι που ενέδωσαν

στη  θλιβερή αποκοτιά

του σκότους

και σκόρπισαν το θάνατο

στους θυσιαζόμενους μύστες

της ελευθερίας

Απανταχού της γης

ν’ ακουστούν

σήμαντρα χαράς

να πιάσουν το τραγούδι

τα πελάγη

και να σκορπίσουν τραγούδια

ειρήνης και αλληλεγγύης.

Έχουμε την πίστη

και τη διαλαλούμε

για μια ζωή ομορφότερη

σε όλη την πλάση.

Αυτός είναι ο σκοπός

όσων ξεροστάλιασαν

για την ανάσα της αγάπης

Όσων πάλεψαν με τα θεριά

της συνείδησής τους

Όλων εκείνων που πορεύτηκαν

σ’ επικίνδυνες πλαγιές

για να φυτέψουν

σπόρους ονείρων

προσμένοντας

τους νέους βλαστούς

που θα κυριέψουν αδόλως τη γη.

Ανέβαιναν ψηλότερα

αφήνοντας πίσω τους

τον χαλασμό των άστρων

και τα δεσμά τους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

           ΥΠΕΡΩΑ ΙΔΕΩΝ

 

 

Τα βουνά

με τ’ ανάστημά τους

έσβησαν

το φως του ήλιου

Έριξαν

τα πορφυρά από το δείλι

στήθη τους

και σκίασαν

τα υψιπετή βλέμματα

Όλα χαμήλωσαν σα σύννεφο

Στη λαίλαπα

ενός διχασμού

Τα δέντρα αντιστάθηκαν

στον άνεμο

Με ψιθύρους ανυπακοής

ούρλιαξαν

ζωσμένα την αύρα της αυγής

Η ανατολή τα τύλιξε

πυροδοτώντας

άπειρες ταλαντώσεις

από τις ρίζες ώς την κορφή

Το διάχυτο φως της

σκέπασε τις σκιές

που πάσχιζαν

να κατακτήσουν

τις καθαρές ματιές

των μάχιμων

στα υπερώα των ιδεών.

Στ’ αντίπαλα πεδία

ανυψώθηκε

ένα πύρινο μέτωπο

δέσποσε το δέος

δοξάστηκε η θυσία

Ένα νέο μίγμα

σκέπασε τα χέρια

των υπερασπιστών

της παναθρώπινης

ειρήνης

και το σώμα τους

γιγαντώθηκε

αψηφώντας

κάθε επιβολή και βία

χτίζοντας το βωμό

της αλήθειας και του θάρρους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


Π

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

ΤΑ ΠΙΚΡΑ ΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ

ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ  2020

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΝΟΕΣ

ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ